- συλλογίζω
- Αβλ. συλλογίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλογίζομαι — ΝΜΑ, και συλλογιέμαι και συλλογιούμαι Ν, και σπαν. ενεργ. τ. συλλογίζω Α [σύλλογος] 1. λαμβάνω υπ όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω (α. «δεν συλλογίζεσαι τα έξοδα που χρειάζονται για το ταξίδι» β. «oἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
ԶՕՐ — (ու, ու, ʼի զօրուէ կամ ʼի զօրէ. րաց, րօք. լինի եւ զօրաւ, րով, րուց, րովք.) NBH 1 0755 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. στρατιά , στρατεία, στρατεύμα, τος, δύναμις, λαός exercitus, militia, copia Խումբ զինուորաց. գունդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)